βαρυπενθής

βαρυπενθής
ης, ες находящийся в глубоком трауре, скорбящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαρυπενθής" в других словарях:

  • βαρυπενθής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που προξενεί βαρύ πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πενθής < πένθος (πρβλ. απενθής, νεοπενθής, πολυπενθής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαρυπενθής — causing grievous woe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθῆ — βαρυπενθής causing grievous woe neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθεῖ — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθεῖς — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem acc pl βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθέος — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθέσι — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθέσιν — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπενθῶν — βαρυπενθής causing grievous woe masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυπένθεια — βαρυπένθεια, η (Μ) [βαρυπενθής] βαρύ πένθος, βαθιά λύπη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»